Ένας λεκές στο τραπέζι μου

Είσαι ένας λεκές απο το φλυτζάνι του καφέ μου.
Παροδική έξαψη με στιγμα, ανεξίτηλο· οχι
Μα τέτοιο που προκαλεί ταλαιπωρία.

Επίμονα κόλλησες επάνω στο λευκό μου σεμεδάκι.
Σε πήρα και σε έκρυψα σε μυστικά συρτάρια.
Σε χαντάκωσα σε χαραμάδες του τοίχου.
Σε έβγαλα στη βροχή και στους ανέμους μήπως και χαθείς.
Λερωμένο ακόμη έτριβα ολονυχτίς με στάχτη για να εξαφανισθείς.
Τα χερια μου γεμίσανε πληγές και αίματα, τοσο που σε ξαναλέρωσα.
Απεγνωσμένη σε άφησα στον νεροχύτη να μουλιάζεις.

Καθε πρωί σε επισκεπτόμουν και κάθε βράδυ.

Πάντα θα θυμάσαι το ρούχο που έτριψες στο χέρι για να χαθείς απο πάνω του.

Τώρα στεγνώνει καθαρό στην απλώστρα των αναμνήσεων.
Αγαλιάζω καθε φορά που το αντικρίζω αστραφτερό.
Το τρίβω στο μάγουλο μου για να μυρίσω γιασεμί.
Ευλαβικά το στρώνω πάλι επάνω στο ξύλινο μου τραπέζι.

Αγνό όπως ήταν.




Ανταλλαγη υγρων

Και γυρνας τα βράδια σπιτι μονάχη.

Και γυρνάς τα βράδια σπίτι μόνος. 

Αφου βγήκες, χαμογέλασες και ήπιες ποτά με τους υποτιθέμενους φίλους σου.

Και την πήδηξες και αυτήν που έχει γαμάτο κώλο.
Άλλο ένα τρόπαιο στο ράφι σου.

Και τον πήδηξες και αυτόν με το θεληματικό πηγούνι και τα ωραία χέρια.
Αλλο ένα τρόπαιο στο ράφι σου.

Και τους πήρες όλους. 

Και τις πήρες όλες. 
Και τι κατάλαβες. 

Eιλικρινά τι καταλαβες τώρα που τους πήρες όλους.

Φούσκωσες τόσο πολυ το εγώ σου που εξεράγει και σαπίζεις εσωτερικά απο αιμοραγία.

Και το μονο μου ανταλάζεις με τους ανθρώπους είναι υγρά. 

Αφυδατώνεις τον εαυτό σου και τη σκέψη σου μέρα με τη μέρα για ένα πρόσωπο στην κοινωνία.

Σε μια κοινωνία που μυρίζει απο μακριά.

Και το μονο που ανταλάζεις με τους ανθρώπους είναι υγρά.

Ενω ξέρεις πως δεν υπάρχει καλύτερη μαστούρα απο το ολοκληρωτικό δώσιμο και τσαλαπάτημα αυτου του υπερφουσκωμένου σου εγώ.

Δεν αφήνεις το αρωμά σου πουθενά και δεν μένει τίποτα πάνω σου απο τους άλλους. 

Πέρασες και δεν ακούμπησες.

Ποσο θλιβερό να μην μένει τίποτα να θυμάσαι.

Πόσο θλιβερή κοινωνία εχουμε καταντήσει.

Μηχανη του δυσμενους ερωτα

Είμαι μια μηχανή σε ένα τεράστιο εργοστάσιο.
Απο το μέγεθος και τη φωτεινότητα μου φαίνεται να κάνω την πιο σημαντική δουλειά ανάμεσα στα άλλα μηχανήματα.
Τα εξαρτήματά μου γυαλισμένα και λαδωμένα και οι εργάτες πάντα κοντοστέκοται και κοιτάνε αν όλα λειτουργούν σωστά.
Πολλοί εργάτες έχουν περάσει απο τα γρανάζια μου, μονάχα έναν έχω τραυματίσει στο ιστορικό μου. Άθελά μου, μπλέχτηκε στον κινητήρα μου.
Πολλοί έχουν περάσει μα κανείς δε μένει, κοντοστέκεται και πηγαίνει στο μηχανημά του.
Φαίνεται πως είμαι νέας γενιάς . Αυτόματο. Δεν χρειάζοαι χειρονακτικές εργασίες απο άλλους.
Η σημαντικότητα μου είναι οτι είμαι πέρασμα. Πέρασμα εργατών.
Κάθε φορά που έρχεται νεος στη δουλειά πρέπει να αλλάξει για λίγο καιρό τις τσιμούχες μου και άν το κανει καλά του ορίζουν δική του μηχανή. Οχι εμένα. Άλλη. Πάντοτε αλλη.
Ειμαι το μηχάνημα που τους εκπαιδεύει για το τι πρέπει να γίνουν και όταν τα καταφέρουν φεύγουν. Γιατι μη ξεχνάτε , είμαι αυτόματο.
Δινω χωρις να παίρνω και αυτό δεν το εκτιμάει κανείς στις μέρες μας.
Έχουμε μάθει στον συμπλέκτη βλέπεις, και στην κατανάλωση ακριβής βενζίνης.
Αυτα τα καινούρια τα enviromental friendly δεν εχουν μπει ακομα στη κουλτούρα μας.
Τα σνομπάρουμε.
I'm shutting the power off.
Bye.

Αίθουσες αναμονής


photo by agnes cecile
Η ζωή μας μια αίθουσα αναμονής.
Καταναλώνουμε ολη μας τη ζωη περιμένοντας.
Αναμένουμε συνεχώς και προοδευτικά..

Κόβουμε εισητήρια επιθυμιών περιμένωντας μανιωδώς τον ελεγκτή να τα εξαργυρώσει.

Καθόμαστε αναπαυτικά,
 μα σε συνεχή εγρήγορση,
 κοιτώντας με την ακρη του ματιου του τον ελεγκτή που νωχελικά πλησιάζει.

Παριστάνουμε τους αδιάφορους αλλα έχουμε το εισητήριο σε θέση ετοιμότητας.
Στη σειρά μας το παίζουμε τάχα έκπληκτοι και αφηρημένοι νιώθοντας μια κρυφή ευχαρίστηση.
Λες και ειναι κάποιο κρυφτό ή καποιο παιχνίδι εξουσίας.

Τι γελοίοι που είμαστε, τρεφόμαστε απο την αναμονή.
Νομιζουμε οτι θα ξεγελάσουμε τον ελεγκτή.

Καταναλώνουμε τις ζωές μας σε μια αίθουσα αναμονής, σε μια ατελείωτη ουρά.

Ο ένας πίσω απο τον άλλον, εγκλωβισμένοι στο περίμενε μιας αγάπης που δεν έρχεται ποτε,
Στην επαγγελματική επιτυχία που ισως να μην θέλουμε πραγματικά, στην κοινωνική
αποδοχή η οποία δεν θέλει να σε αποδεχθεί.
Ισως το επόμενο λεωφορίο να γεμίσει το κενο,
 ισως ο επομενος στόχος να σε κάνει να ξεχάσεις την ασημαντότητα του.

Βαλίτσες γεμάτες αποθημένα,
συμπιεσμένα το ένα πάνω στο άλλο έτοιμα να σκάσουν.

Με ροδάκια, φυσικά, για να τα μεταφέρουμε ευκολότερα, χωρίς κόπο.

Η μόνη μας απαραίτητη αποσκευή είναι η υπαρξή μας με όσα λιγότερα γίνετε.
Να είναι εύκολη η μετάβαση
 στο άπειρο..

Μοτίβα συνθλιβής

Μοτίβα με ημερομηνία λήξης.
Φοβισμένες ρυτίδες του χθές.
Χρώματα αναμνήσεων του αύριο.

Μαραθωνοδρόμοι σε διαφορετικό μαραθώνα.
Λουλούδια διαφορετικής εποχής.
Ο ένας εδώ και ο άλλος στην άλλη πλευρά του δρόμου.

Ονειρώξεις στο παραλίγο.
Αγάπη στο παραλίγο.

Παράθυρα κλειστά,κλειδαμπαρωμένα.
Ηλιαχτίδες ουτε για δείγμα.
Μονο κατι ψίχουλα κείτονται στο πάτωμα.

Κονσερβοποιημένα συναισθήματα
σε γραμμή παραγωγής.

Ψάρια ρηχών νερών.
Φτάνοντας στα σύνορα του ωκεανού οπισθοχωρήσαμε.
Απέραντο και αβάσταχτο φάνταζε το βάθος.


Εθισμένοι στο λίγο.
Κάτοικοι του πουθενά.

Και συ..

Τριγυρνάς τον κόσμο,
εσωτερικός μετανάστης
με μια σφραγισμένη βαλίτσα με το λίγο σου.

Μα ποτε δεν την ανοίγεις.


Είναι οταν σκοτεινιάζουν τα ματια σου που..



Απο τα μάτια σου σε ξεχώρισα στο πλήθος.

Η αλλόκοτη λάμψη τους με μαγνήτισε.

Η λαμψη αυτή ειναι που δίνει φώς στο ξεκίνημα της ημέρας μου.
Είναι ο φάρος μου όταν χάνομαι στα σκοτάδια, στην άβυσσο.
Το φανάρι που μου δείχνει το δρόμο καθε βράδυ στον εαυτό μου.

Είναι οταν σκοτεινιάζουν τα μάτια σου
που γίνεσαι εσυ η ίδια άβυσσος και σε καταπίνεις.

Και δεν ξέρω πια ποια είσαι.
Και χωρίς να ξέρω το γιατι, αυτή η βαναυσότητα με ελκύει πάνω σου, με ρουφάει.

Ενας λαβύρινθος χωρίς λύση,
Ένας γρίφος χωρίς διέξοδο,
Απο την αρχή σου καταδικασμένη.

Και χάνομαι και γώ μαζι σου γνωρίζοντας πως το βάθος των ματιών σου ξεπερνά την φαντασία μου.

Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος ακομα για ένα αριστούργημα,
Σαν εσένα.
Δεν είσαι έτοιμη, εσύ, για τον κόσμο.

Διοτι εισαι θάλασσα αγαπημένη..
Αγκαλιάζεις κάθετι νεκρό και ερημωμένο.

Άλλοτε με ηρεμία και άλλοτε με τρικυμία στην καρδιά.

Πένθος της ύπαρξης


Μια μέρα φαντάστηκα πως ήμουν μια άλλη. 



Ξεχασμένη στη μέση ενός μπάρ να εχω τυλίξει με το χέρι μου ενα ποτήρι ουίσκι,με δυο, σχεδόν, λιωμένα παγάκια.

Τα νύχια μου καλοφτιαγμένα.
Το φόρεμα μαυρο και ξώπλατο.
Το άλλο χέρι κρατούσε λυγισμένο τσιγάρο · βιομηχανικό
να καίγεται μόνο του.
Η στάχτη να προσπαθεί να στηριχτεί στη σωρό της.

Να τσιρτσιρίζει οταν φτάνει στο φιλτράκι και μετά σιωπή.
Ολοκαύτωμα!
Και μετα, σιωπή.

Πριν απο κάθε μεγάλη σιωπή θα έπρεπε να έχει υπάρξει ένα πυροτέχνημα, σίγουρα.

Καθόμουν εκεί, ακούνητη και αμίλητη.
Βλέμα που κοιτά μα δεν κοιτά πραγματικά. 
Συλλογίζεται, ντυμένο με ένα δάκρυ που πολεμά να μείνει εδώ.

Σάλπαρε το πλοίο καπετάνιε, άλλο ενα ουίσκι!
Μα γουλιά δεν πίνω, κοιτώ μονάχα απέναντι μου εμένα πάλι.

Εκείνη γελάω και φλερτάρω. Και η διπλανή της εγω ειμαι πάλι, με σιγοντάρω.
Και ο μπάρμαν,εγώ.
Αγχώνομαι γιατι μου τελείωσε ο βασιλικός και πως θα κάνω κλείσιμο αν δεν είναι βασιλικό;


Αφήστε με μόνη, πενθώ την ύπαρξης της άλλης ύπαρξης μου.