Αίθουσες αναμονής


photo by agnes cecile
Η ζωή μας μια αίθουσα αναμονής.
Καταναλώνουμε ολη μας τη ζωη περιμένοντας.
Αναμένουμε συνεχώς και προοδευτικά..

Κόβουμε εισητήρια επιθυμιών περιμένωντας μανιωδώς τον ελεγκτή να τα εξαργυρώσει.

Καθόμαστε αναπαυτικά,
 μα σε συνεχή εγρήγορση,
 κοιτώντας με την ακρη του ματιου του τον ελεγκτή που νωχελικά πλησιάζει.

Παριστάνουμε τους αδιάφορους αλλα έχουμε το εισητήριο σε θέση ετοιμότητας.
Στη σειρά μας το παίζουμε τάχα έκπληκτοι και αφηρημένοι νιώθοντας μια κρυφή ευχαρίστηση.
Λες και ειναι κάποιο κρυφτό ή καποιο παιχνίδι εξουσίας.

Τι γελοίοι που είμαστε, τρεφόμαστε απο την αναμονή.
Νομιζουμε οτι θα ξεγελάσουμε τον ελεγκτή.

Καταναλώνουμε τις ζωές μας σε μια αίθουσα αναμονής, σε μια ατελείωτη ουρά.

Ο ένας πίσω απο τον άλλον, εγκλωβισμένοι στο περίμενε μιας αγάπης που δεν έρχεται ποτε,
Στην επαγγελματική επιτυχία που ισως να μην θέλουμε πραγματικά, στην κοινωνική
αποδοχή η οποία δεν θέλει να σε αποδεχθεί.
Ισως το επόμενο λεωφορίο να γεμίσει το κενο,
 ισως ο επομενος στόχος να σε κάνει να ξεχάσεις την ασημαντότητα του.

Βαλίτσες γεμάτες αποθημένα,
συμπιεσμένα το ένα πάνω στο άλλο έτοιμα να σκάσουν.

Με ροδάκια, φυσικά, για να τα μεταφέρουμε ευκολότερα, χωρίς κόπο.

Η μόνη μας απαραίτητη αποσκευή είναι η υπαρξή μας με όσα λιγότερα γίνετε.
Να είναι εύκολη η μετάβαση
 στο άπειρο..

Μοτίβα συνθλιβής

Μοτίβα με ημερομηνία λήξης.
Φοβισμένες ρυτίδες του χθές.
Χρώματα αναμνήσεων του αύριο.

Μαραθωνοδρόμοι σε διαφορετικό μαραθώνα.
Λουλούδια διαφορετικής εποχής.
Ο ένας εδώ και ο άλλος στην άλλη πλευρά του δρόμου.

Ονειρώξεις στο παραλίγο.
Αγάπη στο παραλίγο.

Παράθυρα κλειστά,κλειδαμπαρωμένα.
Ηλιαχτίδες ουτε για δείγμα.
Μονο κατι ψίχουλα κείτονται στο πάτωμα.

Κονσερβοποιημένα συναισθήματα
σε γραμμή παραγωγής.

Ψάρια ρηχών νερών.
Φτάνοντας στα σύνορα του ωκεανού οπισθοχωρήσαμε.
Απέραντο και αβάσταχτο φάνταζε το βάθος.


Εθισμένοι στο λίγο.
Κάτοικοι του πουθενά.

Και συ..

Τριγυρνάς τον κόσμο,
εσωτερικός μετανάστης
με μια σφραγισμένη βαλίτσα με το λίγο σου.

Μα ποτε δεν την ανοίγεις.


Είναι οταν σκοτεινιάζουν τα ματια σου που..



Απο τα μάτια σου σε ξεχώρισα στο πλήθος.

Η αλλόκοτη λάμψη τους με μαγνήτισε.

Η λαμψη αυτή ειναι που δίνει φώς στο ξεκίνημα της ημέρας μου.
Είναι ο φάρος μου όταν χάνομαι στα σκοτάδια, στην άβυσσο.
Το φανάρι που μου δείχνει το δρόμο καθε βράδυ στον εαυτό μου.

Είναι οταν σκοτεινιάζουν τα μάτια σου
που γίνεσαι εσυ η ίδια άβυσσος και σε καταπίνεις.

Και δεν ξέρω πια ποια είσαι.
Και χωρίς να ξέρω το γιατι, αυτή η βαναυσότητα με ελκύει πάνω σου, με ρουφάει.

Ενας λαβύρινθος χωρίς λύση,
Ένας γρίφος χωρίς διέξοδο,
Απο την αρχή σου καταδικασμένη.

Και χάνομαι και γώ μαζι σου γνωρίζοντας πως το βάθος των ματιών σου ξεπερνά την φαντασία μου.

Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος ακομα για ένα αριστούργημα,
Σαν εσένα.
Δεν είσαι έτοιμη, εσύ, για τον κόσμο.

Διοτι εισαι θάλασσα αγαπημένη..
Αγκαλιάζεις κάθετι νεκρό και ερημωμένο.

Άλλοτε με ηρεμία και άλλοτε με τρικυμία στην καρδιά.

Πένθος της ύπαρξης


Μια μέρα φαντάστηκα πως ήμουν μια άλλη. 



Ξεχασμένη στη μέση ενός μπάρ να εχω τυλίξει με το χέρι μου ενα ποτήρι ουίσκι,με δυο, σχεδόν, λιωμένα παγάκια.

Τα νύχια μου καλοφτιαγμένα.
Το φόρεμα μαυρο και ξώπλατο.
Το άλλο χέρι κρατούσε λυγισμένο τσιγάρο · βιομηχανικό
να καίγεται μόνο του.
Η στάχτη να προσπαθεί να στηριχτεί στη σωρό της.

Να τσιρτσιρίζει οταν φτάνει στο φιλτράκι και μετά σιωπή.
Ολοκαύτωμα!
Και μετα, σιωπή.

Πριν απο κάθε μεγάλη σιωπή θα έπρεπε να έχει υπάρξει ένα πυροτέχνημα, σίγουρα.

Καθόμουν εκεί, ακούνητη και αμίλητη.
Βλέμα που κοιτά μα δεν κοιτά πραγματικά. 
Συλλογίζεται, ντυμένο με ένα δάκρυ που πολεμά να μείνει εδώ.

Σάλπαρε το πλοίο καπετάνιε, άλλο ενα ουίσκι!
Μα γουλιά δεν πίνω, κοιτώ μονάχα απέναντι μου εμένα πάλι.

Εκείνη γελάω και φλερτάρω. Και η διπλανή της εγω ειμαι πάλι, με σιγοντάρω.
Και ο μπάρμαν,εγώ.
Αγχώνομαι γιατι μου τελείωσε ο βασιλικός και πως θα κάνω κλείσιμο αν δεν είναι βασιλικό;


Αφήστε με μόνη, πενθώ την ύπαρξης της άλλης ύπαρξης μου.