Είσαι ένας λεκές απο το φλυτζάνι του καφέ μου.
Παροδική έξαψη με στιγμα, ανεξίτηλο· οχι
Μα τέτοιο που προκαλεί ταλαιπωρία.
Επίμονα κόλλησες επάνω στο λευκό μου σεμεδάκι.
Σε πήρα και σε έκρυψα σε μυστικά συρτάρια.
Σε χαντάκωσα σε χαραμάδες του τοίχου.
Σε έβγαλα στη βροχή και στους ανέμους μήπως και χαθείς.
Λερωμένο ακόμη έτριβα ολονυχτίς με στάχτη για να εξαφανισθείς.
Τα χερια μου γεμίσανε πληγές και αίματα, τοσο που σε ξαναλέρωσα.
Απεγνωσμένη σε άφησα στον νεροχύτη να μουλιάζεις.
Καθε πρωί σε επισκεπτόμουν και κάθε βράδυ.
Πάντα θα θυμάσαι το ρούχο που έτριψες στο χέρι για να χαθείς απο πάνω του.
Τώρα στεγνώνει καθαρό στην απλώστρα των αναμνήσεων.
Αγαλιάζω καθε φορά που το αντικρίζω αστραφτερό.
Το τρίβω στο μάγουλο μου για να μυρίσω γιασεμί.
Ευλαβικά το στρώνω πάλι επάνω στο ξύλινο μου τραπέζι.
Αγνό όπως ήταν.
Παροδική έξαψη με στιγμα, ανεξίτηλο· οχι
Μα τέτοιο που προκαλεί ταλαιπωρία.
Επίμονα κόλλησες επάνω στο λευκό μου σεμεδάκι.
Σε πήρα και σε έκρυψα σε μυστικά συρτάρια.
Σε χαντάκωσα σε χαραμάδες του τοίχου.
Σε έβγαλα στη βροχή και στους ανέμους μήπως και χαθείς.
Λερωμένο ακόμη έτριβα ολονυχτίς με στάχτη για να εξαφανισθείς.
Τα χερια μου γεμίσανε πληγές και αίματα, τοσο που σε ξαναλέρωσα.
Απεγνωσμένη σε άφησα στον νεροχύτη να μουλιάζεις.
Καθε πρωί σε επισκεπτόμουν και κάθε βράδυ.
Πάντα θα θυμάσαι το ρούχο που έτριψες στο χέρι για να χαθείς απο πάνω του.
Τώρα στεγνώνει καθαρό στην απλώστρα των αναμνήσεων.
Αγαλιάζω καθε φορά που το αντικρίζω αστραφτερό.
Το τρίβω στο μάγουλο μου για να μυρίσω γιασεμί.
Ευλαβικά το στρώνω πάλι επάνω στο ξύλινο μου τραπέζι.
Αγνό όπως ήταν.